Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυντής — ἰθυντής, ὁ (ΑΜ) [ιθύνω] 1. ο ιθυντήρ*, ο κυβερνήτης τού σκάφους 2. ο επίσκοπος … Dictionary of Greek
ἰθυντήν — ἰθυντής rector masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)